- λαμπαδίζω
- λαμπᾰδ-ίζω,A run the torch-race, Sch.Ar.Ra.131; take part in a torch-bearing procession, τοὺς λαμπαδίξοντας ([dialect] Dor. [tense] fut.) SIG671 A11 (Delph., ii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαμπαδίζω — (Α) [λαμπάς] λαμβάνω μέρος σε λαμπαδηδρομία … Dictionary of Greek
λαμπαδίζει — λαμπαδίζω run the torch race pres ind mp 2nd sg λαμπαδίζω run the torch race pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπαδίζοντες — λαμπαδίζω run the torch race pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπάδα — η (AM λαμπάς, άδος) μεγάλο κερί, μεγάλη ράβδος από κερί ή άλλο υποκατάστατό του η οποία χρησιμοποιείται συνήθως σε επίσημες ή σε θρησκευτικές τελετές (α. «λαμπάδα τού Επιταφίου» β. «λαμπάδα κηροχίτωνα», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. φλόγα, πύρινη γλώσσα… … Dictionary of Greek
λαμπαδιστής — λαμπαδιστής, ὁ (AM) [λαμπαδίζω] μσν. προσωνυμία τού αγίου Ιωάννη αρχ. 1. αυτός που παίρνει μέρος σε λαμπαδηδρομία 2. φρ. «λαμπαδιστὴς ἀγών» λαμπαδηφορία … Dictionary of Greek